- θεριεύω
- θεριεύω, θέριεψα, θεριεμένος βλ. πίν. 17
Τα ρήματα της νέας ελληνικής. 2013.
Τα ρήματα της νέας ελληνικής. 2013.
θεριεύω — [θεριό] 1. γίνομαι άγριος σαν θηρίο 2. ανακτώ δυνάμεις ή αποκτώ δυνάμεις που δεν είχα ή εντείνω τις δυνάμεις μου («ο στρατός θέριεψε όταν άρχισε η επίθεση») 3. (για φυτά) φουντώνω, γίνομαι πυκνός («θέριεψε ο πλάτανος») 4. αυξάνομαι πολύ,… … Dictionary of Greek
θεριεύω — θέριεψα, θεριεμένος, αναπτύσσομαι υπερβολικά, γιγαντώνομαι: Θέριεψε μέσα τους ο πόθος της λευτεριάς … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
αθέριευτος — η, ο [θεριεύω] αυτός που δεν θέριεψε. δεν απόκτησε δύναμη, δεν αυξήθηκε ή δεν έχει ζωτικότητα … Dictionary of Greek
θέριεμα — το [θεριεύω] 1. το να θεριεύει κάτι 2. ανάπτυξη, αύξηση («το θέριεμα τού αμπελιού») … Dictionary of Greek
θεριώνω — [θεριό] θεριεύω … Dictionary of Greek
θηριώ — θηριῶ, όω (ΑΜ) [θηρίο] μσν. (η μτχ. παθ. παρακ. ως επίθ.) θηριωμένος και θεριωμένος, η, ο αυτός που ανήκει σε θηρίο, ο θηριώδης αρχ. 1. μεταβάλλω κάποιον σε θηρίο 2. (για τόπους) είμαι γεμάτος φίδια, ερπετά 3. (ιατρ. για πληγές) γίνομαι κακοήθης … Dictionary of Greek
θρασομανώ — άω 1. φουντώνω, θεριεύω 2. εμφανίζομαι με ζωηρότητα. [ΕΤΥΜΟΛ. < θράσος + μανώ (< μανής < μαίνομαι), πρβλ. λυσσο μανώ] … Dictionary of Greek
θεριακώνω — θεριακώθηκα, θεριακωμένος, θεριεύω, γιγαντώνομαι … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)